ἐξάπτομαι

ἐξάπτομαι
ἐξάπτω
fasten from
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξάπτομαι — εξάπτομαι, (εξάφθηκα), εξημμένος βλ. πίν. 12 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αγρίζομαι — ἀγρίζομαι (Α) [ἄγριος] ερεθίζομαι, εξάπτομαι …   Dictionary of Greek

  • αναφλέγω — (AM ἀναφλέγω) 1. ανάβω, καίω 2. εξάπτω, υποκινώ 3. παθ. καίγομαι, παίρνω φωτιά αρχ. μέσ. εξάπτομαι, οργίζομαι, φθάνω ως την παραφορά …   Dictionary of Greek

  • αναψοκοκκινίζω — κοκκινίζω από έξαψη, εξάπτομαι και κοκκινίζω …   Dictionary of Greek

  • διαθερμαίνω — (Α διαθερμαίνω) 1. θερμαίνω κάτι σε όλη τη μάζα του 2. σιγοκαίω, κουφοκαίω μσν. 1. (για συζητήσεις) διεξάγομαι με ζωηρότητα ή πείσμα 2. υπερθερμαίνομαι 3. έχω θερμότητα αρχ. παθ. α) εξάπτομαι β) καταλαμβάνομαι από μεγάλο ζήλο …   Dictionary of Greek

  • διαπυρώ — διαπυρῶ, όω (Α) [πυρώ] 1. πυρπολώ, κατακαίω 2. πυρακτώνω, καταφλέγω διαπυροῡμαι 1. εξάπτομαι 1. καίγομαι από δίψα …   Dictionary of Greek

  • εγείρω — (AM ἐγείρω) 1. σηκώνω από τον ύπνο 2. ορθώνω, σηκώνω από το έδαφος 3. οικοδομώ, χτίζω 4. κινώ, διεγείρω, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις») 5. σηκώνομαι από τη θέση μου αρχ. μσν. ανασταίνω αρχ. 1. προάγω, προωθώ 2. βοηθώ κάποιον να γίνει καλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”